- μελατονίνη
- Ορμόνη της επίφυσης, η οποία συντίθεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Η μ. προκαλεί συγκέντρωση της μ. στα χρωματοφόρα κοκκία των αμφιβίων, με αποτέλεσμα να κάνει πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους. Η δράση της είναι ανταγωνιστική ως προς τη μελανοτροπίνη, η οποία προκαλεί διασπορά των κοκκίων της μελανίνης. Η δράση της μ. στον άνθρωπο είναι άγνωστη, ωστόσο φαίνεται να σχετίζεται με τη σεξουαλική ωρίμανση· η μ. βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα στην παιδική ηλικία, οπότε αναστέλλει τη σεξουαλική ωρίμανση, ενώ μειώνεται κατά την εφηβεία. Η μ. παρουσιάζει ημερήσια και ετήσια διακύμανση, λόγω του γεγονότος ότι η επίφυση συνδέεται νευρικά με τον αμφιβληστροειδή χιτώνα, επομένως επηρεάζεται άμεσα από την ένταση του φωτός· συγκεκριμένα, το φως αναστέλλει την έκκριση της μ., η οποία με τη σειρά της, όταν παράγεται, αναστέλλει την έκκριση των γοναδοτροπινών και έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της λειτουργίας των γονάδων.
Η μ., τέλος, έχει την ικανότητα να ρυθμίζει τους περιημερήσιους ρυθμούς, δηλαδή το βιολογικό ρολόι του οργανισμού που ελέγχει την παραγωγή των ορμονών, τον ύπνο και τη θερμοκρασία του σώματος κατά τη διάρκεια της ημέρας. Χρησιμοποιείται ως φαρμακευτικό σκεύασμα κατά της αϋπνίας.
* * *η(βιοχ.) οργανική ένωση που μερικές φορές θεωρείται ως ορμόνη και η οποία εκκρίνεται από την επίφυση τών ανώτερων σπονδυλοζώων, χωρίς ακόμη να έχει διασαφηνιστεί πλήρως η λειτουργία της.
Dictionary of Greek. 2013.